Ως μια πόλη που μετασχηματίζεται κατά... τύχη και με βασικό σκοπό το κέρδος, αναπαράγοντας «εχθρικές» αστικές μορφές για τους κατοίκους της, περιέγραψαν μεταξύ άλλων τη Θεσσαλονίκη όσοι και όσες συμμετείχαν στη συζήτηση γειτονιάς στο πλαίσιο της δράσης του Κοινωνικού Άτλαντα Θεσσαλονίκης με τίτλο «Απ’ τα Λαδάδικα στον Βαρδάρη: γειτονιές εν κινήσει», που διοργανώθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2025 με την υποστήριξη του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ - Γραφείο Θεσσαλονίκης.
Μια πόλη που μοιάζει να διώκει, να φοβίζει, να απειλεί και εντέλει να επιτίθεται στους κατοίκους της, όπως αποτυπώθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο μπαρ Utopia της πλατείας Μαβίλη, όπου οι συμμετέχοντες και συμμετέχουσες κλήθηκαν να μοιραστούν σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα για τους σύγχρονους αστικούς μετασχηματισμούς της Θεσσαλονίκης.
«Δεχόμαστε επίθεση»
«Είναι μια πόλη που αλλάζει και όχι μόνο δεν μας συμπεριλαμβάνει, αλλά μας επιτίθεται κιόλας», ανέφερε χαρακτηριστικά μια μουσικός, περιγράφοντας τον εκτοπισμό καλλιτεχνικών κοινοτήτων από το κέντρο της Θεσσαλονίκης λόγω της κυριαρχίας της βραχυχρόνιας μίσθωσης. «Ακούγαμε μουσικές να βγαίνουν από τα κτίρια. Τώρα όλες αυτές οι μουσικές κοινότητες έχουν εκτοπιστεί. Υπάρχει ένα μόνιμο αίσθημα απειλής. Δεχόμαστε επίθεση και κατά τη γνώμη μου τίθενται ζητήματα πολιτειότητας. Όταν η απειλή, η ανάγκη και η έλλειψη συναντώνται, έρχεται η ώρα της δράσης», συμπλήρωσε.
Η έλλειψη πρασίνου και το δυσβάσταχτο κόστος κατοικίας αλλά και επαγγελματικής στέγης στο κέντρο της Θεσσαλονίκης αναγκάζει ολοένα και περισσότερους κατοίκους να μετακομίσουν.
«Μένω στην περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς και νιώθω μεγάλη έλλειψη πρασίνου. Επίσης σκέφτομαι έντονα το θέμα της εύρεσης κατοικίας. Πλέον δεν μπορείς να αντεπεξέλθεις οικονομικά μ’ αυτή την αύξηση ενοικίων που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια. Με τα ίδια χρήματα που δίνω εγώ σήμερα για ένα μικρό διαμέρισμα στο οποίο χωράμε εγώ και η... γάτα μου, στο παρελθόν μια οικογένεια μπορούσε να νοικιάσει ένα μεγαλύτερο σπίτι. Γίνονται αλλαγές στη Θεσσαλονίκη, αλλά χωρίς εμάς. Δεν έχουμε την ευκαιρία να συμμετέχουμε σε αυτές τις αλλαγές. Νιώθω ότι δεν έχουμε λόγο...», είπε μεταξύ άλλων εργαζόμενη που κατοικεί στο κέντρο της πόλης.
«Αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την επαγγελματική στέγη που διατηρούσαμε στο κέντρο, επειδή έγινε Airbnb. Πήγαμε δυτικά που είναι φθηνότερα, αλλά δεν ξέρω πόσο πιο δυτικά θα πάμε στο μέλλον, καθώς και ποιοι θ’ αντέξουν», σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
«Υπάρχει φόβος και ανασφάλεια για όσους μένουν στο κέντρο για το πότε θα έρθει η ώρα του διωγμού. Εκτοπίζονται επιχειρήσεις, ομάδες και ενοικιαστές κατοικιών», επισημάνθηκε χαρακτηριστικά.
Χωρίς σχέδιο
Από τα άτομα που συμμετείχαν στη συζήτηση επισημάνθηκαν ακόμα η έλλειψη σχεδιασμού και οι αστικοί μετασχηματισμοί που εκπορεύονται από το κέρδος. «Ζούμε σε μια άσχημη πόλη, στην οποία υπάρχουν κάποια ευχάριστα κενά. Αυτή η πόλη δεν είχε ποτέ και εξακολουθεί να μην έχει κανένα σχέδιο. Όλα γίνονται κάπως... κατά τύχη, αλλά το βέβαιο είναι ότι πορευόμαστε με βασικό γνώμονα το κέρδος. Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε και μία απαξίωση αρχαιολογικών χώρων και μνημείων που αρχίζει να λαμβάνει επιδημικές διαστάσεις. Δεν πρόκειται να μας ρωτήσει κανείς και για τίποτα», ανέφερε ένας από τους συνομιλητές της συζήτησης,
«Τα μεγάλα έργα που αποφασίζονται για τη Θεσσαλονίκη δεν υπακούν σε κανένα σχεδιασμό. Με κάποιον περίεργο τρόπο λαμβάνονται οι αποφάσεις και μας φοριούνται... καπέλο. Κατάγομαι από μια επαρχιακή πόλη και εγκαταστάθηκα αρχικά στη Θεσσαλονίκη για σπουδές. Πολλοί από εμάς θέλαμε να ζήσουμε σε αυτή την πόλη. Στην αρχή ήμασταν ντουζίνες. Σήμερα έχουμε απομείνει μόνο δύο άτομα από εκείνη τη ‘γενιά’. Αυτό νομίζω λέει πολλά» υπογράμμισε ένας άλλος συνομιλητής.
«Με θυμώνει που δεν μπορώ να κινούμαι στη γειτονιά μου»
Ένας νεαρός, ο οποίος ζει στη γειτονιά ανάμεσα στο Βαρδάρη και τα Λαδάδικα και μετακινείται με αναπηρικό αμαξίδιο, είναι θυμωμένος για την αδιαφορία του δήμου αλλά και απογοητευμένος από την έλλειψη συλλογικής δράσης, που θα βοηθούσε να επιλυθούν τα μεγάλα εμπόδια που αντιμετωπίζει ο ίδιος στην καθημερινότητά του.
«Με θυμώνει ότι δεν μπορώ να κινούμαι εύκολα σ’ αυτή τη γειτονιά. Δεν υπάρχουν ράμπες. Έχω απευθυνθεί στον δήμο Θεσσαλονίκης, αλλά εισπράττω αδιαφορία. Νιώθω ότι πρέπει να κάνω κάτι μόνος μου, ώστε να αντιδράσω σ’ αυτή την κατάσταση. Δυστυχώς πρέπει να παλέψουμε για το αυτονόητο. Έχω ήδη προμηθευτεί έναν αναδευτήρα και με ένα κομπρεσέρ θα αρχίσω να σπάω τα τσιμέντα για να κατασκευάσω μόνος μου ράμπες! Δεν έχω κάτι άλλο να κάνω. Έχω προσπαθήσει να κινητοποιήσω και άλλους ανάπηρους που συναντώ στη γειτονιά και τους έχω γνωρίσει ώστε να κάνουμε μια συλλογική δράση, αλλά συναντώ μια νοοτροπία σύμφωνα με την οποία ‘δεν γίνεται τίποτα’. Νιώθω μόνος μου... Ή πρέπει να πάμε στο εξωτερικό ή να μείνουμε μέσα στο σπίτι και να ιδρυματοποιηθούμε», είπε μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
Αναμνήσεις από τη δεκαετία του ’80
Ένας άνδρας ο οποίος διατηρούσε βιοτεχνία ρούχων στην περιοχή περιέγραψε βιωματικά τον μετασχηματισμό αυτής της γειτονιάς. Όπως ανέφερε, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν μια κακόφημη περιοχή, αλλά στη συνέχεια άρχισε να μεταμορφώνεται με τις πολλές βιοτεχνίες που ξεφύτρωσαν. «Ήταν μια ζωντανή περιοχή λόγω του μεγάλου αριθμού των ανθρώπων που δούλευαν στις βιοτεχνίες. Μπορούσες να έρθεις εδώ με ένα αστικό, απ’ όποια περιοχή και αν ζούσες. Όλα τα μαγαζιά εδώ γύρω ήταν γεμάτα. Γινόταν κανονικό... πανηγύρι. Περνούσαμε καλά. Αυτό δεν το συναντάς σήμερα», είπε. Όπως ανέφερε, οι βουεροί αυτοί δρόμοι άρχισαν να ερημώνουν στα τέλη της δεκαετίας του ’90, καθώς αρκετές βιοτεχνίες έβαλαν λουκέτο και άλλες μετεγκαταστάθηκαν. Η δική του επιχείρηση μετακόμισε στην περιοχή του Ωραιοκάστρου. «Μας έδιωξαν, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τους μαγαζάτορες και τους επαγγελματίες που έχουν παραμείνει στην περιοχή. Είναι κρίμα. Δεν έχει ο κόσμος δουλειά. Εμείς την αγαπήσαμε την περιοχή. Και τότε καλά ήταν. Μπορεί να μην είχαμε μεγάλα πεζοδρόμια αλλά είχαμε ζωή», περιέγραψε αυτός ο άνδρας.
«Αποξένωση...»
Την «περιήγησή» του στις γειτονιές του κέντρου της Θεσσαλονίκης περιέγραψε με βιωματικό τρόπο ένας από τους συνομιλητές κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης. «Από την περιοχή της Άνω Πόλης, στα κάστρα, όπου η ζωή είναι πιο οικογενειακή θυμίζοντας αυτή στα χωριά, βρέθηκα στο κέντρο, όπου έζησα την αποξένωση. Οι άνθρωποι εκεί δεν λένε ούτε καλημέρα. Τώρα που μετακόμισα στην περιοχή της οδού Μοναστηρίου θα πρέπει να μάθω δυο τρεις γλώσσες για να συνεννοηθώ με τους γείτονές μου. Πλέον στην περιοχή που θεωρούμε κέντρο εδώ στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή από τον Βαρδάρη μέχρι την οδό Αγγελάκη, έχει κυριαρχήσει η βραχυχρόνια μίσθωση» υπογράμμισε μεταξύ άλλων.
«Μου λείπουν πολύ τα παγκάκια σε αυτή την πόλη. Έχω την αίσθηση ότι δεν είναι αρκετά» αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης από έναν ελεύθερο επαγγελματία, ο οποίος εξιστόρησε την αποτυχημένη προσπάθειά του να «υιοθετήσει» δύο παρτέρια στο κέντρο της πόλης. «Φτιάξαμε μια ξύλινη κατασκευή, φυτέψαμε λουλούδια και δημιουργήσαμε έναν όμορφο χώρο. Όμως γείτονες και περίοικοι είχαν άλλη άποψη και με διάφορους τρόπους σαμποτάρισαν την προσπάθεια. Στο τέλος όλα ξεράθηκαν και καταστράφηκαν» σημείωσε μεταξύ άλλων.
«Έρχεται μεγάλη ερήμωση στο κέντρο της Θεσσαλονίκης»
Τη μετεξέλιξη του κέντρου της Θεσσαλονίκης, το οποίο μετατρέπεται σε έναν τόπο προορισμού τουριστών και αναψυχής, περιέγραψε μία κάτοικος που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε αυτό το τμήμα της πόλης.
«Είμαι ένα παιδί του κέντρου της πόλης, όπου συνέβαιναν πραγματικά τα πάντα. Υπήρχε παραγωγική διαδικασία, κατοικία, διασκέδαση. Όλα συνυπήρχαν. Κυκλοφορούσα μόνη μου στους δρόμους από εφτά χρονών. Σήμερα αν περπατήσει κανείς στο κέντρο δεν βλέπει να κυκλοφορούν παιδιά. Εκείνη την εποχή υπήρχαν ανθρώπινα μάτια που πρόσεχαν τα παιδιά. Αυτό σήμερα δεν υπάρχει. Τώρα βλέπεις κατεβασμένα στόρια, και καταστήματα που δεν απευθύνονται στους κατοίκους του κέντρου. Έχει χαθεί αυτή η ποικιλομορφία του παρελθόντος. Ένα από τα θέματα που αντιμετώπισα ως μητέρα ήταν ότι στο κέντρο δεν υπάρχουν παιδικές χαρές. Έχει χαθεί η φυσικότητα της πόλης. Το κέντρο έχει εγκαταλειφθεί. Δεν υπάρχει φροντίδα. Χρειάζεται συμμετοχή και αυτοοργάνωση για να διεκδικήσουμε», ανέφερε μεταξύ άλλων. Η ίδια προέβλεψε «μεγάλη ερήμωση του κέντρου της Θεσσαλονίκης» τα αμέσως επόμενα χρόνια. «Φαίνεται ότι ακολουθείται ένα μοντέλο σαν αυτό που υιοθετήθηκε για τα Λαδάδικα. Παντού καταστήματα και επιχειρήσεις είτε για τουρίστες είτε για αναψυχή, χωρίς να εξυπηρετούνται οι κάτοικοι της περιοχής. Τις καθημερινές το κέντρο είναι σχεδόν νεκρό. Ακόμη και γειτονιές που είχαν μείνει γειτονιές αρχίζουν και χάνουν τον χαρακτήρα τους».